- χαλεπήρης
- χαλεπ-ήρης, ες, poet. forA
χαλεπός, ἄεθλον Mimn.11.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλεπός, ἄεθλον Mimn.11.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλεπήρης — ῆρες, και χαλεπηρής, ές, Α (ποιητ. τ.) χαλεπός («ὑβριστῇ Πελίῃ τελέων χαλεπηρὲς ἄεθλον», Μέμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλεπός + ήρης (Ι), πρβλ. λευκ ήρης] … Dictionary of Greek
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek